- προσαυξάνω
- (αόρ. προσηύξησα) 1. μετ. увеличивать, прибавлять; повышать;2. αμετ. увеличиваться, прибавляться, повышаться; вырастать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσαυξάνω — προσαυξάνω, προσαύξησα βλ. πίν. 104 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσαυξάνω — και προσαυξαίνω προσαύξησα, προσαυξήθηκα, προσαυξημένος, μεγαλώνω ακόμα περισσότερο: Ο βασικός μισθός προσαυξάνεται με το επίδομα τριετίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσαυξάνω — ΝΜΑ, προσαύξω Α [αὐξάνω/αὔξω] 1. κάνω κάτι ακόμα μεγαλύτερο ή περισσότερο, αυξάνω, ενισχύω 2. αυξάνομαι, μεγαλώνω («τὰ ἐμβατήκια τῶν ἐκκλησιῶν προσηύξησαν», Σάθ.) αρχ. προσθέτω σε κάτι … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
επιπίπτω — (Α ἐπιπίπτω) [πίπτω] πέφτω πάνω σε κάποιον, ρίχνομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εφορμώ («ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῑς ἐναντίοις», Ξεν.) αρχ. 1. πέφτω πάνω («εἰ ἐπιπέσοι σπέρμα», Θεόφρ.) 2. πέφτω («ἐπέπεσε μοῑρα», Πίνδ.) 3. (για χρέος) προσαυξάνω … Dictionary of Greek
παρεμβλαστάνω — Α [εμβλαστάνώ] 1. βλασταίνω κοντά 2. προσαυξάνω … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσαυξητής — ὁ, Α [προσαυξάνω] αυτός που παρέχει επαύξηση … Dictionary of Greek
προσαύξημα — το, Ν αυτό που χρησιμοποιεί κάποιος για να επαυξήσει κάτι, προσθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαυξάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αθ. Παπαλεξανδρή] … Dictionary of Greek
προσαύξηση — η / προσαύξησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσαυξάνω] πρόσθετη αύξηση, επαύξηση νεοελλ. ό,τι προστίθεται, ιδίως χρηματικό ποσό, για επαύξηση («δόθηκε προσαύξηση στον μισθό τών δημοσίων υπαλλήλων αυτόν τον μήνα») αρχ. η διαδοχική επαύξηση στο μέγεθος τών… … Dictionary of Greek
επαυξάνω — επαύξησα, επαυξήθηκα, επαυξημένος 1. μτβ., αυξάνω κάτι πιο πολύ σε μέγεθος ή σε ποσότητα, προσαυξάνω, αβγατίζω: Επαυξήθηκαν οι φόροι. 2. αμτβ., επαυξάνομαι, γίνομαι ακόμη μεγαλύτερος ή περισσότερος, πληθύνομαι: Με το γάμο επαυξάνουν οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)